«Η μουσική σκωπτική/ πεταχτή λαχανιασμένη/ πήδα πήδα μαϊμού/ φουκαριάρα μαϊμού/ γερασμένη.// (…) // Γι’ αυτό το σκοπό/ που βρομάει παζάρι και καπνό/ γι’ αυτή τη μαϊμού/ που υποκλίνεται/ μετά το χορό. // Άλλη μια κι άλλη μια/ χειροκροτήστε άλλη μια/ ευχαριστώ ω! ω! ω!/ Δεν έχει τέλος αυτό το πανηγύρι./ Χειροκροτήστε άλλη μια ευχαριστώ!».

tsumasΤου

Πάνου Τσούμα

 

Συμπληρώθηκαν πενήντα χρόνια από τότε (1966) που ο Διονύσης Σαββόπουλος ανοίχτηκε στις δισκογραφικές λεωφόρους με το «Φορτηγό».

Οι στίχοι που προηγήθηκαν ανήκουν σε… αποσκευή (τίτλος «Η μαϊμού») εκείνου του οχήματος!

Προτιμήθηκαν από άλλους σαν πιστοποίηση ότι η σαρκαστική αποδόμηση, που δεν εξαιρεί τον εαυτό, συνοδεύει εξ αρχής τo σαββοπουλικό «σχέδιο… επέμβασης» στα πετρωμένα της βαλκανικής επαρχίας.

Με προφανή σκοπό να δημιουργηθούν ρωγμές προσπέλασης στην αυτογνωσία, η σαββοπουλική πλαγιοκόπηση των καθηλωτικών ψευδαισθήσεων -(δεξιο)εθνικιστικών και (ζερβο)διεθνιστικών- ήταν κατά κανόνα «ελεγχόμενων πυροδοτήσεων»!

Ελάχιστες οι εξαιρέσεις παραβίασης του μέτρου, μόνο που στην καρότσα του «Φορτηγού» περίμενε… εξόφληση ο στίχος: «…κι έρχεται η στιγμή για ν’ αποφασίσεις/με ποιους θα πας και ποιους θ’ αφήσεις» («Οι παλιοί μας φίλοι»).

Η στιγμή του αναπόφευκτου ήρθε στα μέσα της 50χρονης «μουσικο…διαβρωτικής» του πορείας.

Το 1989 δηλαδή, όταν οι ασίγαστες διεργασίες στα ηλεκτρο-κυκλώματα του ευφυούς μυαλού του -«κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου… αλλοίμονό μου»- εκφράστηκαν με «Το κούρεμα».*

Πλαγιοκόπηση και μέτρο παραμερίστηκαν εδώ. Τα πυρά ήταν καταιγιστικά και η επίθεση κατά μέτωπο. Απόλυτα δικαιολογημένη η μετωπική για το δικό μου επεξεργαστή. Όμως αυτό μπορεί να μην αφορά κανέναν άλλο, οπότε δεν θα το μοιραστώ.

 

__Δεν είναι άλλωστε αυτός ο λόγος που κατέφυγα στον Διονύση.

Τα γεγονότα των ημερών που πέρασαν με ώθησαν να καταφύγω στη σκιά του. Καθότι αδύνατο για την ιδιοσυγκρασία μου να τα προσεγγίσω χωρίς να παρεκτραπώ λεκτικά, δεν έμενε παρά η σιωπή.

Κλότσαγε όμως το «χούι» και ψάχνοντας διαφυγή προέκυψε «το κούρεμα»! Ήτοι: «Μην περιμένετε αστειάκια», «Εμείς του ΄60», «Η αποτυχία της αριστεράς», «Το μητσοτάκ», «Ο γιος μου πάει στο στρατό», «Κωλοέλληνες»…

Όπως με τη «μαϊμού» στο «Φορτηγό» -που ήταν μάλλον ο ίδιος τελικά- ούτε εδώ αφήνει απ΄ έξω την αφεντιά του.

Τα «έχωσε» μάλιστα και στην πολύφερνη αμφισβήτηση των ΄60ς -με την οποία φερόταν ταυτισμένος- ψέλνοντας: «Ο γιος μου πάει στο στρατό ενώ εγώ δεν πήγα/ μόν’ πήγα κι απαλλάχτηκα(…)// δεν υπηρέτησα εγώ επί δικτατορίας/ παλιά μου τέχνη στρουθοκαμηλίας//(…)// κι αυτό είναι που με στρίμωξε/ για ένα φιλότιμο να βγω στη μέση εδώ του πλήθους/ δημόσια να γδυθώ μ’ αυτούς τους στίχους./ Στην επιστράτευση ήμουν απών/ τον Ιούλη των Κυπριακών».

 

__Ξέφυγα πάλι όμως και επανέρχομαι. Το θέμα εδώ δεν είναι ο Σαββόπουλος. Είναι οι «χρωστικές ουσίες» που απελευθέρωσε γλωσσικά με «το κούρεμα», «εικονογραφώντας» τον τότε αριστεροπασοκικό ξεπεσμό. Με κέντρο στόχου τούς «δασύτριχους» (κουτσογιωργικό ΠΑΣΟΚ) και τους «τρωγλοδύτες»(αυριανιστές), η χρωστική απελευθέρωση πολιτογράφησε στο λεξιλόγιο ερμηνείας του επιχώριου κοινωνικοπολιτικού νταραβεριού και εκφράσεις όπως: «βαριά κομουνισμένοι», «θλιβερές πορδές», «κράτος ασυστόλων και πεσμένων κώλων», «κωλοέλληνες».

Το λες και άρδην αυτό. Μόνο που, για να αποκτήσει έρεισμα τέτοια συθέμελη ανατροπή, ένας Σαββόπουλος δεν αρκεί -θέλει στρατιές ολόκληρες.

Χαμένοι από χέρι συνεπώς, αγαπητέ Νιόνιο. «Βαριά κομουνισμένοι», «δασύτριχοι» και «τρωγλοδύτες», ένεκα που η «διάνοια… κώλος» υπερτερεί σε μάζα, ασκούν μεγαλύτερη έλξη.

Μη σου πω σαν μαύρη τρύπα!

Ας είσαι καλά όμως.

Αν μη τι άλλο, έδωσες τη δυνατότητα στην απελπισία να μπορεί να κυριολεκτεί αντιμετωπίζοντας «δασύτριχες» προκλήσεις κοινωνικοπολιτικού «τρωγλοδυτισμού», όπως αυτές των ημερών.

Να μπορεί, φέρ΄ ειπείν:

1. Να αποδίδει στους ανιστόρητους ποντικο…βρυχηθμούς Τσίπρα-Καμμένου ενάντια σε Σόιμπλε και Ερντογάν το πραγματικό τους αντίκρισμα: «θλιβερές πορδές»!

2. Να ονομάζει, τα ξεκαμπισμένα χαμουρέματα των τσιπροκαμμένων με τους χρυσαυγίτες: «δασύτριχο ξεπάτωμα ασύστολων κώλων»!

3. Να απαντάει στην ύβριν της απουσίας καθολικής αγανάκτησης ενάντια στο προς συνταξιούχους κόκαλο -προερχόμενο από ληστεία της νέας γενιάς- σιχτιρίζοντας:

Ουστ «κωλοέλληνες» -της «…φυλής που ζει φευγάτη απ’ ό,τι ελληνικό στον κόσμο αυτό»!

 

* Η ζωντανή ερμηνεία των τραγουδιών στο «Ζουμ» συνοδεύτηκε με κούρεμα και ξύρισμα.